- πόρνη
- η, ΝΜΑγυναίκα που προσφέρει σε άνδρες το σώμα της για σαρκική ηδονή έναντι χρηματικής αμοιβής, ιερόδουλος, εταίρα, πουτάνα.[ΕΤΥΜΟΛ. < Η λ. πόρ-νη παράγεται από θ. πορ- τού ρ. πέρνημι* «πουλώ» (με ανώμαλο φωνηεντισμό -ο-), το οποίο πιθ. μπορεί να ερμηνευθεί ως συνεσταλμένη βαθμίδα τής ρίζας με φωνήεν -ο- όπως στον αιολ. τ. πορνάμεν (βλ. λ. πέρνημι). Η λ. πόρνη πρέπει μάλλον να θεωρηθεί ουσιαστικοποιημένο ρημ. επίθ. με επίθημα *-nā (πρβλ. λίχ-νο-ς < λείχω) και αρχική σημ. «γυναίκα πουλημένη σε ξένη χώρα». Η λ. στη συνέχεια εξελίχθηκε στη σημ. «γυναίκα που πουλά, που προσφέρει το σώμα της σε άνδρες με χρηματική αμοιβή». Η άποψη ότι η λ. πόρνη είναι όνομα τού τύπου τών ποινή, φερνή με σημ. «πώληση» — και όχι επίθ. — δεν θεωρείται πιθ. κυρίως από σημασιολογική άποψη. Για τη διαφορά τής σημ. ανάμεσα στη λ. πόρνη και τις λ. εταίρα και παλλακή, βλ. λ. παλλακή].
Dictionary of Greek. 2013.